Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέρχνω
κερχνώδης
κέρχνωμα
κερχνωτός
κερχώδης
κερωνία
κερῶνυξ
κέσκεον
κεστιανὰ
κεστός
κέστρα
κέστρειον
κεστρεύς
κεστρεύω
Κεστρῖνος
κεστρῖνος
κέστρον
κέστρος
κεστροσφενδόνη
κεστροφόρος
κεστροφύλαξ
View word page
κέστρα
a fish

ShortDef

a fish

Debugging

Headword:
κέστρα
Headword (normalized):
κέστρα
Headword (normalized/stripped):
κεστρα
IDX:
48092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48093
Key:

Data

{'content': 'a fish'}