Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέρχνος3
κέρχνω
κερχνώδης
κέρχνωμα
κερχνωτός
κερχώδης
κερωνία
κερῶνυξ
κέσκεον
κεστιανὰ
κεστός
κέστρα
κέστρειον
κεστρεύς
κεστρεύω
Κεστρῖνος
κεστρῖνος
κέστρον
κέστρος
κεστροσφενδόνη
κεστροφόρος
View word page
κεστός
stitched, embroidered

ShortDef

stitched, embroidered

Debugging

Headword:
κεστός
Headword (normalized):
κεστός
Headword (normalized/stripped):
κεστος
IDX:
48091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48092
Key:

Data

{'content': 'stitched, embroidered'}