Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερχαλέος
κέρχανα
κερχνασμός
κέρχνη
κέρχνος
κέρχνος2
κέρχνος3
κέρχνω
κερχνώδης
κέρχνωμα
κερχνωτός
κερχώδης
κερωνία
κερῶνυξ
κέσκεον
κεστιανὰ
κεστός
κέστρα
κέστρειον
κεστρεύς
κεστρεύω
View word page
κερχνωτός
roughened

ShortDef

roughened

Debugging

Headword:
κερχνωτός
Headword (normalized):
κερχνωτός
Headword (normalized/stripped):
κερχνωτος
IDX:
48085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48086
Key:

Data

{'content': 'roughened'}