Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κερτύλλιον
κερύχρη
κερχαλέος
κέρχανα
κερχνασμός
κέρχνη
κέρχνος
κέρχνος2
κέρχνος3
κέρχνω
κερχνώδης
κέρχνωμα
κερχνωτός
κερχώδης
κερωνία
κερῶνυξ
κέσκεον
κεστιανὰ
κεστός
κέστρα
κέστρειον
View word page
κερχνώδης
rough
ShortDef
rough
Debugging
Headword:
κερχνώδης
Headword (normalized):
κερχνώδης
Headword (normalized/stripped):
κερχνωδης
IDX:
48083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48084
Key:
Data
{'content': 'rough'}