Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κέρτομος
κερτύλλιον
κερύχρη
κερχαλέος
κέρχανα
κερχνασμός
κέρχνη
κέρχνος
κέρχνος2
κέρχνος3
κέρχνω
κερχνώδης
κέρχνωμα
κερχνωτός
κερχώδης
κερωνία
κερῶνυξ
κέσκεον
κεστιανὰ
κεστός
κέστρα
View word page
κέρχνω
make rough
ShortDef
make rough
Debugging
Headword:
κέρχνω
Headword (normalized):
κέρχνω
Headword (normalized/stripped):
κερχνω
IDX:
48082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48083
Key:
Data
{'content': 'make rough'}