Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερτομικός
κερτόμιος
κέρτομος
κερτύλλιον
κερύχρη
κερχαλέος
κέρχανα
κερχνασμός
κέρχνη
κέρχνος
κέρχνος2
κέρχνος3
κέρχνω
κερχνώδης
κέρχνωμα
κερχνωτός
κερχώδης
κερωνία
κερῶνυξ
κέσκεον
κεστιανὰ
View word page
κέρχνος2
rough excrescence

ShortDef

millet
rough excrescence
rough, hoarse

Debugging

Headword:
κέρχνος2
Headword (normalized):
κέρχνος
Headword (normalized/stripped):
κερχνος2
IDX:
48080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48081
Key:

Data

{'content': 'rough excrescence'}