Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κερτομίη
κερτομικός
κερτόμιος
κέρτομος
κερτύλλιον
κερύχρη
κερχαλέος
κέρχανα
κερχνασμός
κέρχνη
κέρχνος
κέρχνος2
κέρχνος3
κέρχνω
κερχνώδης
κέρχνωμα
κερχνωτός
κερχώδης
κερωνία
κερῶνυξ
κέσκεον
View word page
κέρχνος
millet
ShortDef
millet
rough excrescence
rough, hoarse
Debugging
Headword:
κέρχνος
Headword (normalized):
κέρχνος
Headword (normalized/stripped):
κερχνος
IDX:
48079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48080
Key:
Data
{'content': 'millet'}