Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κερσοβλέπτης
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτομίη
κερτομικός
κερτόμιος
κέρτομος
κερτύλλιον
κερύχρη
κερχαλέος
κέρχανα
κερχνασμός
κέρχνη
κέρχνος
κέρχνος2
κέρχνος3
κέρχνω
κερχνώδης
κέρχνωμα
κερχνωτός
View word page
κερχαλέος
rough, hoarse

ShortDef

rough, hoarse

Debugging

Headword:
κερχαλέος
Headword (normalized):
κερχαλέος
Headword (normalized/stripped):
κερχαλεος
IDX:
48075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48076
Key:

Data

{'content': 'rough, hoarse'}