Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσιμος
Κερσοβλέπτης
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτομίη
κερτομικός
κερτόμιος
κέρτομος
κερτύλλιον
κερύχρη
κερχαλέος
κέρχανα
κερχνασμός
κέρχνη
κέρχνος
κέρχνος2
κέρχνος3
View word page
κερτόμιος
heart-cutting, stinging, reproachful
ShortDef
heart-cutting, stinging, reproachful
Debugging
Headword:
κερτόμιος
Headword (normalized):
κερτόμιος
Headword (normalized/stripped):
κερτομιος
IDX:
48071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48072
Key:
Data
{'content': 'heart-cutting, stinging, reproachful'}