Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κερουτιάω
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσιμος
Κερσοβλέπτης
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτομίη
κερτομικός
κερτόμιος
κέρτομος
κερτύλλιον
κερύχρη
κερχαλέος
κέρχανα
κερχνασμός
κέρχνη
κέρχνος
κέρχνος2
View word page
κερτομικός
jeering
ShortDef
jeering
Debugging
Headword:
κερτομικός
Headword (normalized):
κερτομικός
Headword (normalized/stripped):
κερτομικος
IDX:
48070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48071
Key:
Data
{'content': 'jeering'}