Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσιμος
Κερσοβλέπτης
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτομίη
κερτομικός
κερτόμιος
κέρτομος
κερτύλλιον
κερύχρη
κερχαλέος
κέρχανα
κερχνασμός
κέρχνη
View word page
κερτομία
jeering, mockery
ShortDef
jeering, mockery
Debugging
Headword:
κερτομία
Headword (normalized):
κερτομία
Headword (normalized/stripped):
κερτομια
IDX:
48068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48069
Key:
Data
{'content': 'jeering, mockery'}