Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσιμος
Κερσοβλέπτης
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτομίη
κερτομικός
κερτόμιος
κέρτομος
κερτύλλιον
κερύχρη
κερχαλέος
View word page
Κερσοβλέπτης
Cersobleptes
ShortDef
Cersobleptes
Debugging
Headword:
Κερσοβλέπτης
Headword (normalized):
κερσοβλέπτης
Headword (normalized/stripped):
κερσοβλεπτης
IDX:
48065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48066
Key:
Data
{'content': 'Cersobleptes'}