Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσιμος
Κερσοβλέπτης
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτομίη
κερτομικός
κερτόμιος
κέρτομος
κερτύλλιον
κερύχρη
View word page
κέρσιμος
that may be nibbled

ShortDef

that may be nibbled

Debugging

Headword:
κέρσιμος
Headword (normalized):
κέρσιμος
Headword (normalized/stripped):
κερσιμος
IDX:
48064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48065
Key:

Data

{'content': 'that may be nibbled'}