Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσιμος
Κερσοβλέπτης
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτομίη
κερτομικός
κερτόμιος
κέρτομος
κερτύλλιον
View word page
κέρπαθος
incense

ShortDef

incense

Debugging

Headword:
κέρπαθος
Headword (normalized):
κέρπαθος
Headword (normalized/stripped):
κερπαθος
IDX:
48063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48064
Key:

Data

{'content': 'incense'}