Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσιμος
Κερσοβλέπτης
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτομίη
κερτομικός
κερτόμιος
κέρτομος
View word page
κεροφόρος
horned
ShortDef
horned
Debugging
Headword:
κεροφόρος
Headword (normalized):
κεροφόρος
Headword (normalized/stripped):
κεροφορος
IDX:
48062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48063
Key:
Data
{'content': 'horned'}