Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσιμος
Κερσοβλέπτης
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
κερτομίη
κερτομικός
κερτόμιος
View word page
κεροῦχος
having horns, horned

ShortDef

having horns, horned

Debugging

Headword:
κεροῦχος
Headword (normalized):
κεροῦχος
Headword (normalized/stripped):
κερουχος
IDX:
48061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48062
Key:

Data

{'content': 'having horns, horned'}