Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσιμος
Κερσοβλέπτης
κερτομέω
κερτόμησις
κερτομία
View word page
κεροτυπέω
to butt with the horns

ShortDef

to butt with the horns

Debugging

Headword:
κεροτυπέω
Headword (normalized):
κεροτυπέω
Headword (normalized/stripped):
κεροτυπεω
IDX:
48058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48059
Key:

Data

{'content': 'to butt with the horns'}