Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέρνα
κέρνας
κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
κέρσιμος
Κερσοβλέπτης
κερτομέω
View word page
κεροίαξ
a rope belonging to the sailyards

ShortDef

a rope belonging to the sailyards

Debugging

Headword:
κεροίαξ
Headword (normalized):
κεροίαξ
Headword (normalized/stripped):
κεροιαξ
IDX:
48056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48057
Key:

Data

{'content': 'a rope belonging to the sailyards'}