Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερματίζω
κερματισμός
κερματιστής
κέρνα
κέρνας
κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
κεροῦχος
κεροφόρος
κέρπαθος
View word page
κερόδετος
bound with, made of, horn

ShortDef

bound with, made of, horn

Debugging

Headword:
κερόδετος
Headword (normalized):
κερόδετος
Headword (normalized/stripped):
κεροδετος
IDX:
48053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48054
Key:

Data

{'content': 'bound with, made of, horn'}