Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέρκωψ
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερματισμός
κερματιστής
κέρνα
κέρνας
κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
κερουτιάω
View word page
κερνοφόρος
priest

ShortDef

priest

Debugging

Headword:
κερνοφόρος
Headword (normalized):
κερνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κερνοφορος
IDX:
48050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48051
Key:

Data

{'content': 'priest'}