Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέρκωσις
κέρκωψ
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερματισμός
κερματιστής
κέρνα
κέρνας
κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
κερουλκός
View word page
κερνοφορέω
carry the κέρνος

ShortDef

carry the κέρνος

Debugging

Headword:
κερνοφορέω
Headword (normalized):
κερνοφορέω
Headword (normalized/stripped):
κερνοφορεω
IDX:
48049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48050
Key:

Data

{'content': 'carry the κέρνος'}