Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερκωπίζω
κέρκωσις
κέρκωψ
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερματισμός
κερματιστής
κέρνα
κέρνας
κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
κεροίαξ
κεροπλάστης
κεροτυπέω
View word page
κέρνος
a large earthen dish

ShortDef

a large earthen dish

Debugging

Headword:
κέρνος
Headword (normalized):
κέρνος
Headword (normalized/stripped):
κερνος
IDX:
48048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48049
Key:

Data

{'content': 'a large earthen dish'}