Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κερκύων
κερκώπη
κερκωπία
κερκωπίζω
κέρκωσις
κέρκωψ
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερματισμός
κερματιστής
κέρνα
κέρνας
κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
κερόεις
View word page
κερματιστής
a money-changer

ShortDef

a money-changer

Debugging

Headword:
κερματιστής
Headword (normalized):
κερματιστής
Headword (normalized/stripped):
κερματιστης
IDX:
48045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48046
Key:

Data

{'content': 'a money-changer'}