Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κερκυραῖος
Κερκύων
κερκώπη
κερκωπία
κερκωπίζω
κέρκωσις
κέρκωψ
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερματισμός
κερματιστής
κέρνα
κέρνας
κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
κερόδετος
κεροειδής
View word page
κερματισμός
breaking up small

ShortDef

breaking up small

Debugging

Headword:
κερματισμός
Headword (normalized):
κερματισμός
Headword (normalized/stripped):
κερματισμος
IDX:
48044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48045
Key:

Data

{'content': 'breaking up small'}