Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κερκοφόρος
Κέρκυρα
Κερκυραῖος
Κερκύων
κερκώπη
κερκωπία
κερκωπίζω
κέρκωσις
κέρκωψ
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερματισμός
κερματιστής
κέρνα
κέρνας
κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
κεροβάτης
κεροβόας
View word page
κέρμα
a slice
ShortDef
a slice
Debugging
Headword:
κέρμα
Headword (normalized):
κέρμα
Headword (normalized/stripped):
κερμα
IDX:
48042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48043
Key:
Data
{'content': 'a slice'}