Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κερκουρίτης
κέρκουρος
κερκοφόρος
Κέρκυρα
Κερκυραῖος
Κερκύων
κερκώπη
κερκωπία
κερκωπίζω
κέρκωσις
κέρκωψ
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερματισμός
κερματιστής
κέρνα
κέρνας
κέρνος
κερνοφορέω
κερνοφόρος
View word page
κέρκωψ
mischievous fellow, knave
ShortDef
mischievous fellow, knave
the Cercopes
Debugging
Headword:
κέρκωψ
Headword (normalized):
κέρκωψ
Headword (normalized/stripped):
κερκωψ
IDX:
48040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48041
Key:
Data
{'content': 'mischievous fellow, knave'}