Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέρκος
κερκουρίτης
κέρκουρος
κερκοφόρος
Κέρκυρα
Κερκυραῖος
Κερκύων
κερκώπη
κερκωπία
κερκωπίζω
κέρκωσις
κέρκωψ
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερματισμός
κερματιστής
κέρνα
κέρνας
κέρνος
κερνοφορέω
View word page
κέρκωσις
growth on the os uteri

ShortDef

growth on the os uteri

Debugging

Headword:
κέρκωσις
Headword (normalized):
κέρκωσις
Headword (normalized/stripped):
κερκωσις
IDX:
48039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48040
Key:

Data

{'content': 'growth on the os uteri'}