Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερκῖτις
κερκίων
κερκοπίθηκος
κερκορῶνος
κέρκος
κερκουρίτης
κέρκουρος
κερκοφόρος
Κέρκυρα
Κερκυραῖος
Κερκύων
κερκώπη
κερκωπία
κερκωπίζω
κέρκωσις
κέρκωψ
Κέρκωψ
κέρμα
κερματίζω
κερματισμός
κερματιστής
View word page
Κερκύων
Cercyon

ShortDef

Cercyon

Debugging

Headword:
Κερκύων
Headword (normalized):
κερκύων
Headword (normalized/stripped):
κερκυων
IDX:
48035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48036
Key:

Data

{'content': 'Cercyon'}