Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέρκισις
κερκιστική
κέρκιστρα
κερκῖτις
κερκίων
κερκοπίθηκος
κερκορῶνος
κέρκος
κερκουρίτης
κέρκουρος
κερκοφόρος
Κέρκυρα
Κερκυραῖος
Κερκύων
κερκώπη
κερκωπία
κερκωπίζω
κέρκωσις
κέρκωψ
Κέρκωψ
κέρμα
View word page
κερκοφόρος
having a tail

ShortDef

having a tail

Debugging

Headword:
κερκοφόρος
Headword (normalized):
κερκοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κερκοφορος
IDX:
48032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48033
Key:

Data

{'content': 'having a tail'}