Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερκέτης
κερκήδης
Κερκηΐς
κέρκηρις
κερκιδιαῖον
κερκιδοποιική
κερκίζω
Κέρκινα
κερκίς
κέρκισις
κερκιστική
κέρκιστρα
κερκῖτις
κερκίων
κερκοπίθηκος
κερκορῶνος
κέρκος
κερκουρίτης
κέρκουρος
κερκοφόρος
Κέρκυρα
View word page
κερκιστική
art of weaving

ShortDef

art of weaving

Debugging

Headword:
κερκιστική
Headword (normalized):
κερκιστική
Headword (normalized/stripped):
κερκιστικη
IDX:
48023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48024
Key:

Data

{'content': 'art of weaving'}