Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κερκέτης
κερκέτης
κερκήδης
Κερκηΐς
κέρκηρις
κερκιδιαῖον
κερκιδοποιική
κερκίζω
Κέρκινα
κερκίς
κέρκισις
κερκιστική
κέρκιστρα
κερκῖτις
κερκίων
κερκοπίθηκος
κερκορῶνος
κέρκος
κερκουρίτης
κέρκουρος
κερκοφόρος
View word page
κέρκισις
plying the κερκίς

ShortDef

plying the κερκίς

Debugging

Headword:
κέρκισις
Headword (normalized):
κέρκισις
Headword (normalized/stripped):
κερκισις
IDX:
48022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48023
Key:

Data

{'content': 'plying the κερκίς'}