Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κερκέται
Κερκέτης
κερκέτης
κερκήδης
Κερκηΐς
κέρκηρις
κερκιδιαῖον
κερκιδοποιική
κερκίζω
Κέρκινα
κερκίς
κέρκισις
κερκιστική
κέρκιστρα
κερκῖτις
κερκίων
κερκοπίθηκος
κερκορῶνος
κέρκος
κερκουρίτης
κέρκουρος
View word page
κερκίς
the rod

ShortDef

the rod

Debugging

Headword:
κερκίς
Headword (normalized):
κερκίς
Headword (normalized/stripped):
κερκις
IDX:
48021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48022
Key:

Data

{'content': 'the rod'}