Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κερδώ
κερδῷος
κερεαλκής
κέρεβρον
κερέϊνος
κέρθιος
Κερκέται
Κερκέτης
κερκέτης
κερκήδης
Κερκηΐς
κέρκηρις
κερκιδιαῖον
κερκιδοποιική
κερκίζω
Κέρκινα
κερκίς
κέρκισις
κερκιστική
κέρκιστρα
κερκῖτις
View word page
Κερκηΐς
Cerceis
ShortDef
Cerceis
Debugging
Headword:
Κερκηΐς
Headword (normalized):
κερκηΐς
Headword (normalized/stripped):
κερκηις
IDX:
48015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48016
Key:
Data
{'content': 'Cerceis'}