Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κερδοφόρος
κερδώ
κερδῷος
κερεαλκής
κέρεβρον
κερέϊνος
κέρθιος
Κερκέται
Κερκέτης
κερκέτης
κερκήδης
Κερκηΐς
κέρκηρις
κερκιδιαῖον
κερκιδοποιική
κερκίζω
Κέρκινα
κερκίς
κέρκισις
κερκιστική
κέρκιστρα
View word page
κερκήδης
querquedula
ShortDef
querquedula
Debugging
Headword:
κερκήδης
Headword (normalized):
κερκήδης
Headword (normalized/stripped):
κερκηδης
IDX:
48014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48015
Key:
Data
{'content': 'querquedula'}