Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κερδοσύνη
κερδοφόρος
κερδώ
κερδῷος
κερεαλκής
κέρεβρον
κερέϊνος
κέρθιος
Κερκέται
Κερκέτης
κερκέτης
κερκήδης
Κερκηΐς
κέρκηρις
κερκιδιαῖον
κερκιδοποιική
κερκίζω
Κέρκινα
κερκίς
κέρκισις
κερκιστική
View word page
κερκέτης
weight used to steady a ship under sail
ShortDef
Cercetes
weight used to steady a ship under sail
Debugging
Headword:
κερκέτης
Headword (normalized):
κερκέτης
Headword (normalized/stripped):
κερκετης
IDX:
48013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48014
Key:
Data
{'content': 'weight used to steady a ship under sail'}