Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέρδος
κερδοσύνη
κερδοφόρος
κερδώ
κερδῷος
κερεαλκής
κέρεβρον
κερέϊνος
κέρθιος
Κερκέται
Κερκέτης
κερκέτης
κερκήδης
Κερκηΐς
κέρκηρις
κερκιδιαῖον
κερκιδοποιική
κερκίζω
Κέρκινα
κερκίς
κέρκισις
View word page
Κερκέτης
Cercetes

ShortDef

Cercetes
weight used to steady a ship under sail

Debugging

Headword:
Κερκέτης
Headword (normalized):
κερκέτης
Headword (normalized/stripped):
κερκετης
IDX:
48012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48013
Key:

Data

{'content': 'Cercetes'}