Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερδίζω
κερδίων
κερδογαμέω
κέρδος
κερδοσύνη
κερδοφόρος
κερδώ
κερδῷος
κερεαλκής
κέρεβρον
κερέϊνος
κέρθιος
Κερκέται
Κερκέτης
κερκέτης
κερκήδης
Κερκηΐς
κέρκηρις
κερκιδιαῖον
κερκιδοποιική
κερκίζω
View word page
κερέϊνος
horned

ShortDef

horned

Debugging

Headword:
κερέϊνος
Headword (normalized):
κερέϊνος
Headword (normalized/stripped):
κερεινος
IDX:
48009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48010
Key:

Data

{'content': 'horned'}