Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερδητικός
κερδία
κερδίζω
κερδίων
κερδογαμέω
κέρδος
κερδοσύνη
κερδοφόρος
κερδώ
κερδῷος
κερεαλκής
κέρεβρον
κερέϊνος
κέρθιος
Κερκέται
Κερκέτης
κερκέτης
κερκήδης
Κερκηΐς
κέρκηρις
κερκιδιαῖον
View word page
κερεαλκής
stout in the horns

ShortDef

stout in the horns

Debugging

Headword:
κερεαλκής
Headword (normalized):
κερεαλκής
Headword (normalized/stripped):
κερεαλκης
IDX:
48007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48008
Key:

Data

{'content': 'stout in the horns'}