Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κερδαντέος
κερδαντός
κερδέμπορος
κερδητικός
κερδία
κερδίζω
κερδίων
κερδογαμέω
κέρδος
κερδοσύνη
κερδοφόρος
κερδώ
κερδῷος
κερεαλκής
κέρεβρον
κερέϊνος
κέρθιος
Κερκέται
Κερκέτης
View word page
κέρδος
gain, profit, advantage

ShortDef

gain, profit, advantage

Debugging

Headword:
κέρδος
Headword (normalized):
κέρδος
Headword (normalized/stripped):
κερδος
IDX:
48002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48003
Key:

Data

{'content': 'gain, profit, advantage'}