Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστροπώλης
ἀγκιστροφάγος
ἀγκιστρώδης
ἀγκιστρωτός
ἀγκλάριον
ἄγκοινα
ἀγκοίνη
ἀγκονίω
View word page
ἀγκιστροειδής
hook-shaped, barbed

ShortDef

hook-shaped, barbed

Debugging

Headword:
ἀγκιστροειδής
Headword (normalized):
ἀγκιστροειδής
Headword (normalized/stripped):
αγκιστροειδης
IDX:
479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-480
Key:

Data

{'content': 'hook-shaped, barbed'}