Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεράω
κεράω2
κεραώδης
κεραώψ
Κερβέριοι
Κερβεροκίνδυνος
Κέρβερος
κερδαίνω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κερδαντέος
κερδαντός
κερδέμπορος
κερδητικός
κερδία
κερδίζω
κερδίων
κερδογαμέω
κέρδος
κερδοσύνη
κερδοφόρος
View word page
κερδαντέος
to be used profitably

ShortDef

to be used profitably

Debugging

Headword:
κερδαντέος
Headword (normalized):
κερδαντέος
Headword (normalized/stripped):
κερδαντεος
IDX:
47994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47995
Key:

Data

{'content': 'to be used profitably'}