Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεραυνόω
κεραύνωσις
κεράω
κεράω2
κεραώδης
κεραώψ
Κερβέριοι
Κερβεροκίνδυνος
Κέρβερος
κερδαίνω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κερδαντέος
κερδαντός
κερδέμπορος
κερδητικός
κερδία
κερδίζω
κερδίων
κερδογαμέω
κέρδος
View word page
κερδαλέος
having an eye to gain, wily, crafty, cunning
ShortDef
having an eye to gain, wily, crafty, cunning
Debugging
Headword:
κερδαλέος
Headword (normalized):
κερδαλέος
Headword (normalized/stripped):
κερδαλεος
IDX:
47992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47993
Key:
Data
{'content': 'having an eye to gain, wily, crafty, cunning'}