Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεραυνός
κεραυνοσκοπεῖον
κεραυνοσκοπία
κεραυνοῦχος
κεραυνοφαής
κεραυνοφόρος
κεραυνόω
κεραύνωσις
κεράω
κεράω2
κεραώδης
κεραώψ
Κερβέριοι
Κερβεροκίνδυνος
Κέρβερος
κερδαίνω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κερδαντέος
κερδαντός
κερδέμπορος
View word page
κεραώδης
horned
ShortDef
horned
Debugging
Headword:
κεραώδης
Headword (normalized):
κεραώδης
Headword (normalized/stripped):
κεραωδης
IDX:
47986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47987
Key:
Data
{'content': 'horned'}