Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεραυνοποιός
κεραυνός
κεραυνοσκοπεῖον
κεραυνοσκοπία
κεραυνοῦχος
κεραυνοφαής
κεραυνοφόρος
κεραυνόω
κεραύνωσις
κεράω
κεράω2
κεραώδης
κεραώψ
Κερβέριοι
Κερβεροκίνδυνος
Κέρβερος
κερδαίνω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κερδαντέος
κερδαντός
View word page
κεράω2
make horned, (mil.) take the flank

ShortDef

[mix >κεράννυμι]
make horned, (mil.) take the flank

Debugging

Headword:
κεράω2
Headword (normalized):
κεράω
Headword (normalized/stripped):
κεραω2
IDX:
47985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47986
Key:

Data

{'content': 'make horned, (mil.) take the flank'}