Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεραύνιος
κεραυνόβλητος
κεραυνοβολέω
κεραυνοβολία
κεραυνοβόλιον
κεραυνοβόλος
κεραυνόβολος
κεραυνοβρόντης
κεραυνοκλόνος
κεραυνομάχης
κεραυνοπλήξ
κεραυνόπλους
κεραυνοποιός
κεραυνός
κεραυνοσκοπεῖον
κεραυνοσκοπία
κεραυνοῦχος
κεραυνοφαής
κεραυνοφόρος
κεραυνόω
κεραύνωσις
View word page
κεραυνοπλήξ
thundersmitten
ShortDef
thundersmitten
Debugging
Headword:
κεραυνοπλήξ
Headword (normalized):
κεραυνοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
κεραυνοπληξ
IDX:
47973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47974
Key:
Data
{'content': 'thundersmitten'}