Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπίπλημι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνέω
ἀμπνοά
ἄμπνυτο
ἀμπολέω
ἀμποτάομαι
ἄμποτε
ἄμποχος
Ἀμπρακία
Ἀμπρακιώτης
ἀμπρευτής
View word page
ἀμπλακιῶτις
epilepsy
ShortDef
epilepsy
Debugging
Headword:
ἀμπλακιῶτις
Headword (normalized):
ἀμπλακιῶτις
Headword (normalized/stripped):
αμπλακιωτις
IDX:
4796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4797
Key:
Data
{'content': 'epilepsy'}