Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κερατοποιέω
κερατόπους
κερατοφάγος
κερατοφυέω
κερατοφυής
κερατόφωνος
κερατόω
κερατώδης
κερατών
κερατωνία
κερατῶπις
κεραύλης
κεραυλία
κεραύνειος
κεραυνίας
κεραύνιον
Κεραύνιος
κεραύνιος
κεραυνόβλητος
κεραυνοβολέω
κεραυνοβολία
View word page
κερατῶπις
horned-looking

ShortDef

horned-looking

Debugging

Headword:
κερατῶπις
Headword (normalized):
κερατῶπις
Headword (normalized/stripped):
κερατωπις
IDX:
47956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47957
Key:

Data

{'content': 'horned-looking'}