Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεράτισις
κερατισμός
κερατιστής
κερατῖτις
κερατογλύφος
κερατοειδής
κερατοποιέω
κερατόπους
κερατοφάγος
κερατοφυέω
κερατοφυής
κερατόφωνος
κερατόω
κερατώδης
κερατών
κερατωνία
κερατῶπις
κεραύλης
κεραυλία
κεραύνειος
κεραυνίας
View word page
κερατοφυής
growing horns, horned

ShortDef

growing horns, horned

Debugging

Headword:
κερατοφυής
Headword (normalized):
κερατοφυής
Headword (normalized/stripped):
κερατοφυης
IDX:
47950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47951
Key:

Data

{'content': 'growing horns, horned'}