Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεράτινος
κεράτισις
κερατισμός
κερατιστής
κερατῖτις
κερατογλύφος
κερατοειδής
κερατοποιέω
κερατόπους
κερατοφάγος
κερατοφυέω
κερατοφυής
κερατόφωνος
κερατόω
κερατώδης
κερατών
κερατωνία
κερατῶπις
κεραύλης
κεραυλία
κεραύνειος
View word page
κερατοφυέω
grow horns

ShortDef

grow horns

Debugging

Headword:
κερατοφυέω
Headword (normalized):
κερατοφυέω
Headword (normalized/stripped):
κερατοφυεω
IDX:
47949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47950
Key:

Data

{'content': 'grow horns'}