Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελώδης
ἀμπελών
ἀμπέτιξ
ἀμπεχόνη
ἀμπέχω
ἀμπίπλημι
ἀμπίσχω
ἀμπλακεῖν
ἀμπλάκημα
ἀμπλακία
ἀμπλάκιον
ἀμπλακιῶτις
ἀμπνέω
ἀμπνοά
ἄμπνυτο
ἀμπολέω
ἀμποτάομαι
ἄμποτε
ἄμποχος
Ἀμπρακία
View word page
ἀμπλακία
an error, fault, offence

ShortDef

an error, fault, offence

Debugging

Headword:
ἀμπλακία
Headword (normalized):
ἀμπλακία
Headword (normalized/stripped):
αμπλακια
IDX:
4794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4795
Key:

Data

{'content': 'an error, fault, offence'}